- πολυμήχανος
- πολυμήχανοςresourcefulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμήχανος — η, ο / πολυμήχανος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ. «πολυμήχανος… … Dictionary of Greek
πολυμήχανος — η, ο ο επινοητικός, ο πανέξυπνος, ο πανούργος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυμηχανώτερον — πολυμήχανος resourceful masc acc comp sg πολυμήχανος resourceful neut nom/voc/acc comp sg πολυμήχανος resourceful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνως — πολυμήχανος resourceful adverbial πολυμήχανος resourceful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμήχανον — πολυμήχανος resourceful masc/fem acc sg πολυμήχανος resourceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνοις — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνου — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνους — πολυμήχανος resourceful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνων — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνῳ — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)